Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περπατώ στίς

  • 1 μύτη

    η
    1) нос;

    ανασηκωμένη μύτη — курносый, вздёрнутый нос;

    κυρτή μύτη — орлиный нос;

    μιλάω με τη μύτ — говорить в нос;

    παστρεύω ( — или φυσώ) τη μύτη μου — сморкаться;

    η μύτη μου τρέχει αίμα — у меня идёт кровь из носа;

    2) клюв;
    3) хобот (насекомого); 4) морда, рыло (животного); 5) нюх, чутьё, обоняние;

    έχω γερή μύτη — иметь хорошее обоняние, чутьё, нюх;

    6) кончик, остриё (иглы и т. п.);
    7) нос (лодки и т. п.); носок (ботинка и т. п.);

    § χώνω παντού τη μύτη μου — всюду совать свой нос;

    τραβώ ( — или σέρνω) από τη μύτη — а) командовать (кем-л.), заставлять плясать под свою дудку (кого-л.); — б) водить за нос (кого-л.);

    σηκώνω τη μύτη ψηλά — или έχω (α)ψηλή μύτη — задирать нос;

    φέρνω μπροστά στη μύτη κάποιου — ткнуть носом кого-л. (во что-л.);

    δε βλέπω πέρ' από ( — или ως) τη μύτη μου — дальше своего носа не видеть;

    τρέχει ( — или στάζει) η μύτ μου — у меня насморк;

    μου βγήκε (ξυνό) από τη μύτη — мне дорого стоило это (удовольствие, радость и т. п.); — мне это вышло боком;

    δε μάτωσε ( — ила δε λύθηκε) μύτηобошлось без кровопролития (о драке);

    περπατώ στίς μύτες (των παπουτσιών) — ходить на цыпочках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μύτη

См. также в других словарях:

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • ακροβατώ — (Α ἀκροβατῶ, έω) νεοελλ. 1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες 2. ασκώ το επάγγελμα τού ακροβάτη 3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις αρχ. 1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών,… …   Dictionary of Greek

  • ακροπερπατώ — ( άω) 1. περπατώ στην άκρη δρόμου, όχθης κ.λπ. 2. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 3. περπατώ αθόρυβα, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + περπατώ] …   Dictionary of Greek

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • Metapolitefsi — The Metapolitefsi (Greek: Μεταπολίτευση, translated as polity or regime change) was a period in Greek history after the fall of the Greek military junta of 1967–1974 that includes the transitional period from the fall of the dictatorship to the… …   Wikipedia

  • ακροπατώ — ( άω) 1. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 2. παραπατώ, σκοντάφτω 3. περπατώ αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πατώ] …   Dictionary of Greek

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Βράχας, Ιωάννης — (Ψιανά Ευρυτανίας 1910 – 1993).Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Λαμίας και σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε διάφορα σχολεία της επαρχίας και της περιοχής Αθηνών. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά την περίοδο 1941 44 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»